οδόστρωση

οδόστρωση
και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία)
το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό-στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου. Ο τ. ὁδοστρωσία < ὁδός + -στρωσία (< -στρωτος < στρωτός < στόρνυμι «στρώνω» (πρβλ. α-στρωσία, χαμαι-στρωσία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… …   Dictionary of Greek

  • κυβόλιθος — ο σκληρός λίθος λαξευμένος σε κυβικό σχήμα ο οποίος χρησιμοποιείται ιδίως κατά την οδόστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + λίθος (πρβλ. ασβεστό λιθος, ογκό λιθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οδοστρωσία — η (Μ ὁδοστρωσία) βλ. οδόστρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”